ΑΡΧΙΚΗ

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Λογοτεχνία


Το ραντεβού για τις έντεκα

3ο Βραβείο Διηγήματος στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό
    του Πολιτιστικού Συλλόγου "Δράση"
    Μάϊος 2018

Η ζωή, είναι μια απέραντη άβυσσος. Μπορείς σε αυτήν, να συναντήσεις τα πάντα. Πόνο, θλίψη, χαρά, θαλπωρή. Τι είναι όμως αυτό που της δίνει νόημα; Τι είναι αυτό που σε κάνει να παλεύεις καθημερινά; Λένε, πως χωρίς πόνο η ζωή μας θα ήταν καλύτερη, αλλά μήπως θα ήταν ανιαρή χωρίς αυτόν; Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων σε αυτόν τον κόσμο, αυτοί που υπάρχουν στην ζωή και αυτοί που την ζουν. Άραγε τι είναι καλύτερο;
Η ιστορία, δεν είναι μια ιστορία σαν όλες τις άλλες. Ίσως μιλάει και για αγάπη αλλά και για πόνο. Ούτως η άλλως, αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει αγαπήσει κάτι, όπως ένα νεαρό και αθώο κοριτσάκι αγαπά μια πορσελάνινη κούκλα που της δόθηκε εγκάρδια; Και υπάρχει κάποιος που να έχει κρατήσει τόσο σφιχτή την καρδιά του, ώστε να μη ραγίσει και να σπάσει όπως η κούκλα που θα πέσει στο έδαφος; Αν ναι, μπορώ να πω με σιγουριά πως αυτός ο άνθρωπος ανήκει στην πρώτη κατηγορία, των απλά υπαρχόντων.
Ένα όμορφο φθινοπωρινό πρωινό, την 11η Σεπτέμβρη, η Λήδα περπατούσε στην Ερμού γεμάτη χαρά και περηφάνια για τα καινούργια μαύρα Όξφορντ σουέντ – με όση φιάπα έπρεπε – παπούτσια της. Θα μπορούσε κανείς να πει, βλέποντάς την, ότι προφανώς ο κόσμος της άνηκε. Κανείς δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτήν ή με τα σουέντ – με όση φιάπα έπρεπε – παπούτσια της. Τα μακριά ίσια και στο χρώμα του κάρβουνου μαλλιά της, έκαναν την τέλεια αντίθεση με το λευκό πορσελάνινο δέρμα της και τα βαμμένα – με την απόχρωση της φωτιάς – κόκκινα χείλη της. Η εκτυφλωτική της λάμψη και η σαγηνευτική γοητεία της έκανε τους ανθρώπους γύρω της να μην μπορούν παρά να της ρίξουν τουλάχιστον ένα βλέμμα, γιατί θα έπρεπε άλλωστε να είναι κανείς πολύ θαρραλέος για να κάνει κάποια άλλη κίνηση. Η Λήδα, λοιπόν, μία γυναίκα γεμάτη δύναμη και με μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Δεν της έλειπε τίποτα από τη ζωή, γοητεία, δουλειά, μαύρα Όξφορντ σουέντ – με όση φιάπα έπρεπε – παπούτσια … έτσι δεν είναι;

Πηγαίνοντας λοιπόν προς το γραφείο της, το οποίο βρισκόταν χαμηλά στην Ερμού, δεν έχανε ευκαιρία να κοιτάξει τις όμορφα διακοσμημένες με πολύ μεγάλες επιγραφές εκπτώσεων βιτρίνες. Έφτασε λοιπόν στο συνηθισμένο καφέ δίπλα από το κτήριο που στεγαζόταν το γραφείο της, από το οποίο προμηθευόταν κάθε πρωί τον καθημερινό της καφέ. Ο μπαρίστας βλέποντάς την ήξερε ήδη τι έπρεπε να φτιάξει.
«Καλημέρα Λήδα, τον καθημερινό;» ρώτησε ο Γιώργος έχοντας πιάσει ήδη τον καφέ στα χέρια του.
«Όπως πάντα Γιώργο, Καλή σου μέρα!» είπε χαρίζοντάς του ένα πλατύ χαμόγελο.
Πήρε λοιπόν τον καφέ της, όπως έκανε κάθε μέρα άλλωστε, και βάδισε προς το νεοκλασικό κτήριο με τα δεξιοτεχνικά σκαλισμένα του κάγκελα, θυμίζοντας την παλαιά εποχή, προ των τεραστίων πολυκατοικιών. Μπήκε λοιπόν μέσα στο κτήριο και κάλεσε το ασανσέρ. Μέσα, συνάντησε την κοπέλα από την ρεσεψιόν του κτηρίου.
«Καλημέρα Μαρία.» Είπε με ένα –όπως πάντα- ζεστό χαμόγελο, αν και ήξερε ότι δεν θα ήταν αμοιβαίο.
«Καλημέρα Λήδα. Βλέπω, πήρες καινούργια παπούτσια, πάλι!»
Ο τόνος της ήταν ελαφρά ειρωνικός και με μία δόση ζήλειας, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την Λήδα, που το επίπεδό της ήταν ανώτερο - και δεν μιλάω για αυτό του ασανσέρ. Μπαίνοντας στο γραφείο της, αντίκριζε κανείς την απλή, λιτή επιγραφή της επάνω στην πόρτα .’’Λήδα Μακρή, Ψυχολόγος’’. Παρόλο το νεαρό της ηλικίας της, ήταν πολύ γνωστή στον τομέα της. Της άρεσε να βοηθά τους ανθρώπους και στους ανθρώπους άρεσε να τους δίνει την βοήθειά της.
Εκείνη την μέρα λοιπόν, η γραμματέας της ήρθε πιο αργά από την ίδια, όπως γινόταν συνήθως αφού η Λήδα πήγαινε πάντα νωρίτερα.
«Καλή σας ημέρα κυρία Λήδα, σήμερα προβλέπεται μία μεγάλη ημέρα για εσάς άλλωστε…»
«Καλημέρα Ιωάννα. Τι είναι αυτό που την κάνει τόσο σημαντική λοιπόν;» Είπε με μία έκφραση αγωνίας, μήπως και είχε ξεχάσει κάποιο σημαντικό γεγονός της ημέρας.
«Δεν χρειάζεται να αγχώνεστε κυρία Λήδα, αυτό που εννοούσα είναι ότι έχετε ένα ραντεβού με έναν καινούργιο πελάτη στις 11:00. Απ’ ό, τι ακούγεται είναι πολύ σημαντικός, αλλά και γνωστός επιχειρηματίας…»
Άφησε στο γραφείο της ένα μικρό χαρτάκι με το όνομα του πελάτη και την ώρα του ραντεβού χωρίς να αφήσει στην Λήδα το περιθώριο να την ρωτήσει τι εννοούσε με την έκφραση που χρησιμοποίησε.
Όταν λοιπόν η ώρα πήγε έντεκα παρά τέταρτο το κουδούνι χτύπησε. Η Ιωάννα, φώναξε με ενθουσιασμό.
«Ήρθε!» , καθώς έτρεχε να ανοίξει την πόρτα.
Ο ξακουστός πελάτης με το κλεισμένο για τις 11:00 ραντεβού, μπήκε στον προθάλαμο του γραφείου και αντίκρισε την Ιωάννα, η οποία τον υποδέχτηκε όρθια.
«Καλημέρα σας, Είμαι ο…»
«Ναι, ναι ! Ξέρω ποιος είστε! Περάστε, η κυρία Μακρή σας περιμένει.» Τον διέκοψε η Ιωάννα , δείχνοντάς του την πόρτα για το γραφείο.
«Σας ευχαριστώ.» Είπε σαστισμένος καθώς άνοιξε τη πόρτα για το γραφείο.
Η Λήδα είδε την πόρτα να ανοίγει και σηκώθηκε για να υποδεχτεί τον πελάτη της. Μόλις η πόρτα άνοιξε, είδε έναν άντρα ψηλό, γύρω στα τριάντα-πέντε, με ένα ελαφρύ μούσι να χαϊδεύει το πρόσωπό του και ένιωσε δύο γαλανά-στο χρώμα της θάλασσας- μάτια να την κοιτάζουν δίνοντάς της όλη τους την προσοχή. Ο νεαρός της έδωσε το χέρι του.
«Καλημέρα κυρία Μακρή. Είμαι ο Αλέξανδρος Θεοτοκάς, το ραντεβού σας για τις έντεκα.»
«Γεια σας είμαι η Λήδα Μακρή, όπως μάλλον θα γνωρίζετε.» Είπε δίνοντας κι αυτή το χέρι της στον Αλέξανδρο. Αγγίζοντάς τον ένιωσε την ανεξαρτησία της να κλονίζεται. Ένιωσε πως για μια στιγμή αυτό το σφίξιμο ήταν που την κρατούσε όρθια. Τα απέραντα γαλανά του μάτια την διαπερνούσαν με το έντονο παιχνιδιάρικο βλέμμα τους.
«Καθίστε.» Είπε καθαρίζοντας τον λαιμό της με έναν ελαφρύ βήχα.
«Νομίζω πως είναι καλύτερα να μιλάμε στον ενικό. Άλλωστε, δεν έχουμε και τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας.» Είπε ο Αλέξανδρος με μια βαθιά –πολλά υποσχόμενη- χροιά στην φωνή του.
«Όπως θέλετε, συγνώμη… Θέλεις εννοούσα.» , αποκρίθηκε λίγο ντροπιασμένη για την χρήση του πληθυντικού της. «Λοιπόν, μίλησε μου για εσένα και για την απόφαση σου να με επισκεφθείς σήμερα.»
«Η αλήθεια είναι πως, αν ήξερα ότι θα είσαι εσύ σε αυτό το γραφείο, ίσως και να μην έκλεινα το ραντεβού.»
«Και γιατί αυτό;» Είπε η Λήδα , με μια δόση παρεξήγησης προς τα λόγια του.
«Μην αναστατώνεσαι, Λήδα. Εννοώ πως, όταν απέναντί μου είναι μια τόσο όμορφη, ελκυστική και ενδιαφέρουσα γυναίκα, μου είναι δύσκολο να μιλήσω για εμένα, αφού το μόνο που θέλω να κάνω είναι να μιλάω για εσένα.»
«Χρησιμοποιείς αυτές τις εκφράσεις χωρίς να με γνωρίζεις, και πάλι όμως, αν σε δυσκολεύω στο να ανοιχτείς και να μου μιλήσεις, τότε θα μπορούσε αυτή, να είναι η τελευταία μας συνάντηση. Εγώ κοιτάω πάντα την οικειότητα και την εμπιστοσύνη που αισθάνεται ο πελάτης και θέλω να είμαι εντάξει στην δουλειά μου.»
«Δεν θα ήθελα να είναι αυτή η τελευταία μας συνάντηση Λήδα, και ούτε πιστεύω πως θα είναι. Πιστεύεις στην τύχη;»
«Νομίζω πως δεν ήρθες εδώ για να μιλήσουμε για εμένα.»
«Πες μου, σε παρακαλώ.»
«Όχι, δεν πιστεύω.»
«Ούτε εγώ. Πιστεύω πως δεν είναι τυχαίο που συναντηθήκαμε και πως δεν είναι τυχαίο που κανείς μας δεν πιστεύει στην τύχη.»
-«Ίσως… Όμως ας κρατήσουμε τα τυπικά και ας μιλήσουμε για εσένα» είπε προσπαθώντας να μην ανταποδώσει στο φλερτ του Αλέξανδρου όσο δύσκολο και να ήταν.
-«Καλώς» , απάντησε με βαριά φωνή, καθώς κατάλαβε πως η Λήδα δεν ήταν όπως οι άλλες κοπέλες.
Μίλησαν πολλές ώρες για την ζωή του Αλέξανδρου, για τα προβλήματα που τον απασχολούσαν, τις ασχολίες του. Μια μονόωρη συνεδρία κατέληξε σε πολύωρη , αλλά κανένας από τους δύο δεν φάνηκε να έχει την αίσθηση του χρόνου για εκείνο το χρονικό διάστημα. Ήταν αδύνατο να διακοπεί η τόσο ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ τους. Φάνηκε σαν να γνωρίζονταν χρόνια , σαν να περίμεναν να περάσει ο καιρός και να ξαναβρεθούν, όπως ένιωσε η Λήδα για τα καινούργια Όξφορντ - με όση φιάπα έπρεπε - παπούτσια της όταν τα φόρεσε για πρώτη φορά. Κι όμως, Ήταν η πρώτη φορά που οι δυο τους βρέθηκαν.
Το ρολόι χτύπησε και η ώρα ήταν 14:00. Η Λήδα μόλις αντιλήφθηκε το πέρασμα της ώρας διέκοψε την κουβέντα τους.
-«Μάλλον είναι ώρα να πηγαίνω. Άλλωστε, δεν θα είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις» , είπε ο Αλέξανδρος με μια σιγουριά στα λόγια του.
-«Χάρηκα για την γνωριμία. Έως την επόμενη συνεδρία μας λοιπόν…» αποκρίθηκε η Λήδα, ενώ στ’ αλήθεια ήλπιζε να τον δει κάπου «τυχαία» στον δρόμο, όσο κι αν δεν πίστευε στην τύχη.
-«Ίσως και κάπου αλλού», είπε πιάνοντας ευγενικά το χέρι της και ακουμπώντας τα χείλη του πάνω σε αυτό, σφραγίζοντας έτσι την όμορφη γνωριμία τους.
Αυτό ήταν λοιπόν; Μια γνωριμία με έναν όμορφο νεαρό, που ξέρει τι θέλει και πώς να το κατακτά, και με μια δύναμη την οποία κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει; Αυτό χρειαζόταν μόνο για να κλονιστεί η ανεξαρτησία της δυναμικής Λήδας; Μήπως τελικά ήταν ο έρωτας που της έλειπε από την ζωή της; Ήταν άραγε η γνωριμία τους τόσο δυνατή, ώστε να αρχίσει να πιστεύει στον στιγμιαίο έρωτα; Ήξερε ότι ήταν η αρχή και ήξερε επίσης ότι θα μπλέξει. Αξίζει λοιπόν να υπάρχεις για έναν έρωτα και ας είναι η φωτιά που θα σε κάψει;…

Πέννυ Τσιργιώτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου